- Πριαπισκωτός
- Πρῐαπ-ισκωτός, ή, όν,A shaped like the membrum virile,
μοτός Gal.14.795
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοτός Gal.14.795
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Πριαπισκωτός — shaped like the membrum virile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριαπισκωτός — ή, όν, Α ο κατασκευασμένος σε σχήμα πριαπίσκου, μικρού ανδρικού μορίου, ο όμοιος με ανδρικό αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριαπίσκος + κατάλ. ωτός (πρβλ. λογχ ωτός)] … Dictionary of Greek